O ορατός εφιάλτης της αόρατης παρακολούθησης.
Η βιντεοεπιτήρηση, είτε από δημόσιες αρχές, είτε από ιδιώτες, αποτελεί πια τμήμα της καθημερινότητας μας. Παγκοσμίως, μετά την 11/9/2001, τα κράτη έχουν σταδιακά επεκτείνει τη βιντεο-παρακολούθηση δημόσιων χώρων, ενώ στα λιγότερο δημοκρατικά, ή στα πιο επεμβατικά στην ιδιωτικότητα, η τάση αυτή έχει δημιουργήσει καθεστώς «κράτους παρακολούθησης» (surveillance state). Η μεγάλη της επεμβατικότητα στην ίδια την εικόνα, την ελεύθερη κίνηση και την προσωπική ζωή είναι ολοφάνερη, αφού «τα πρόσωπά μας είναι κεφαλαιώδη για την ταυτότητά μας, είτε σε on line περιβάλλον είτε και εκτός, και είναι δύσκολο να κρυφτούν. Οι άνθρωποι ανιχνεύουν τα πρόσωπά μας για να κατανοήσουν τα πιο κρύφια συναισθήματα και τις διαθέσεις μας. Τα πρόσωπά μας είναι επίσης πιο εύκολο να συλλεγούν από τα βιομετρικά στοιχεία όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα και το DNA, τα οποία απαιτούν φυσική επαφή ή δείγματα. Και η τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου είναι εύκολη στη χρήση και προσιτή, έτοιμη να συνδεθεί σε κάμερες αστυνομικών σωμάτων και άλλα συστήματα»1.
Εκτός από τα ζητήματα ιδιωτικής ζωής, εμφανίζονται επίσης κίνδυνοι που σχετίζονται με ενδεχόμενες δυσλειτουργίες των ενσωματωμένων στα σύγχρονα συστήματα βιντεοεπιτήρησης τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης και τις διακρίσεις που μπορεί αυτές να προκαλέσουν. Οι αλγόριθμοι αναγνώρισης προσώπου που επεξεργάζονται βιομετρικά δεδομένα, εκτελούνται με βάση διαφορετικά δημογραφικά στοιχεία, με αποτέλεσμα οι διακρίσεις που έχουν εισχωρήσει σε αυτούς κατά την κατασκευή τους, να ενισχύουν κοινωνικές προκαταλήψεις. H εξέλιξη του συνδυασμού της βιντεοεπιτήρησης με τις νέες τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπου, οι οποίες επεξεργάζονται βιομετρικά δεδομένα, με τη βοήθεια και της τεχνητής νοημοσύνης, οδηγεί σε δυνατότητες, όχι μόνο παρακολούθησης, αλλά και μοναδικής ταυτοποίησης καθενός μας, ακόμη και σε πραγματικό χρόνο με το ονοματεπώνυμο μας.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν εισάγει νέους κινδύνους στην προστασία των προσωπικών μας δεδομένων, αλλά και διακρίσεις ή λάθος ταυτοποιήσεις2, ενώ, σε απολυταρχικά καθεστώτα όπως η Κίνα, οι κίνδυνοι επεκτείνονται ακόμη και σε καταπάτηση του συνόλου των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων3.
Πώς λειτουργεί η τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου
Κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό της φυσιολογίας ή/και της συμπεριφοράς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βιομετρικό χαρακτηριστικό, εφ’ όσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- Καθολικότητα: κάθε άτομο πρέπει να έχει το χαρακτηριστικό.
- Ο διακριτικός χαρακτήρας: κάθε δύο άτομα θα πρέπει να είναι αρκετά διαφορετικά από την άποψη των χαρακτηριστικών.
- Μονιμότητα: το χαρακτηριστικό θα πρέπει να είναι επαρκώς αμετάβλητο για ένα χρονικό διάστημα.
- Μετρησιμότητα: το χαρακτηριστικό μπορεί να μετρηθεί ποσοτικά4.
Η γεωμετρία του προσώπου μας (πχ οι αποστάσεις μεταξύ ματιών, μύτης, γωνίες κλπ.) πληροί τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Αφού καταγραφεί ή «σκαναριστεί» η εικόνα του προσώπου μας από μία κάμερα, υποβάλλεται σε αλγοριθμικές μετρήσεις και δημιουργείται ένα βιομετρικό δείγμα μας, που στη συνέχεια συγκρίνεται με άλλα ταυτοποιημένα δείγματα μιας βάσης δεδομένων και μπορεί να οδηγήσει στα πλήρη στοιχεία μας (ονοματεπώνυμο, ηλικία, αριθμό ταυτότητας κλπ). Γίνεται εύκολα αντιληπτό, τί κινδύνους μπορεί να συνεπάγεται τυχόν εσφαλμένη αναγνώριση μας ως πχ καταζητούμενου προσώπου σε βάση δεδομένων της αστυνομίας.
Η χρήση της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου από την Αστυνομία και τις δημόσιες αρχές
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η αστυνομική βάση δεδομένων (Police National Database -PND) περιλαμβάνει περί τα 23 εκατομμύρια πρόσωπα και οι αστυνομικές δυνάμεις κάνουν εκτεταμένη χρήση τεχνολογιών αναγνώρισης προσώπου, καθώς και δοκιμές με βιντεοεπιτήρηση δημόσιων χώρων, χωρίς να υπάρχει προηγούμενη επιστημονική έρευνα αξιοπιστίας των συστημάτων και κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο εγγυήσεων. Σοβαροί προβληματισμοί έχουν εκδηλωθεί, από τον Βρετανό Επίτροπο Βιομετρικών (Biometrics Commissioner), που στην ετήσια έκθεσή του5 επισημαίνει τον κίνδυνο ότι χωρίς νομικό πλαίσιο η στάθμιση μεταξύ προστασίας δεδομένων και δημόσιου συμφέροντος αφέθηκε στην αστυνομία, ενώ παράλληλα η τεχνολογία αυτή λειτουργεί με διακρίσεις6, αναγνωρίζοντας εσφαλμένα περισσότερο γυναίκες και έγχρωμα άτομα.
Επιπλέον, ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, πρόσφατα εξέφρασε παρόμοιες ανησυχίες στο άρθρο του7 με τον εύγλωττο τίτλο: «Αναγνώριση προσώπου: μια λύση σε αναζήτηση προβλήματος» .
Στην Σουηδία εξάλλου, ήδη επιβλήθηκε και το πρώτο πρόστιμο8 που αφορούσε την κατά παράβαση του GDPR επεξεργασία αναγνώρισης προσώπου μέσω βιντεοεπιτήρησης σε σχολείο, αφού η επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων καταρχήν απαγορεύεται, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις συγκεκριμένες εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 9 παρ. 2 του GDPR.
Παράλληλα, στη Γαλλία, γίνονται ενέργειες για τη δημιουργία νομοθετικού πλαισίου που θα επιτρέψει την χρήση της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου από τις δημόσιες αρχές και την αστυνομία9.
Πρόσφατα πληροφορηθήκαμε10 ότι η χώρα μας αποφάσισε και ενέκρινε την προμήθεια τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου για την Ελληνική Αστυνομία. Σύμφωνα με το νέο τεύχος τεχνικών προδιαγραφών στο πλαίσιο υλοποίησης της δράσης αυτής, όπως έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας, ένας από του σκοπούς της δράσης είναι η παράδοση στην ΕΛ.ΑΣ λογισμικού αναγνώρισης φωτογραφιών προσώπου, μέσω του οποίου θα γίνεται η σύγκριση με ψηφιακά αρχεία φωτογραφιών προσώπου προκειμένου να αναγνωριστεί-ταυτοποιηθεί ένα υπό εξέταση άτομο. Επιπλέον, υπό συζήτηση είναι ήδη και η χρήση κάμερας στις στολές των υπηρετούντων στα ΜΑΤ της ΕΛ.ΑΣ., παρά την απόφαση 59/2018 της ΑΠΔΠΧ, η οποία επεσήμανε την έλλειψη της απαραίτητης νομοθετικής ρύθμισης, αφού το προεδρικό διάταγμα περί ρύθμισης της βιντεοεπιτήρησης δημόσιων χώρων, την έκδοση του οποίου προέβλεπε το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 3917/11 δεν έχει εκδοθεί έως και σήμερα. Επιπλέον, με πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 41Δ του αθλητικού νόμου 2725/1999, είναι επιτρεπτή, κατόπιν άδειας του Εισαγγελέα, η χρήση κινητών συσκευών καταγραφής ήχου ή εικόνας ή οποιωνδήποτε άλλων ειδικών τεχνικών μέσων, ψηφιακών ή μη, οπτικής ή ηχητικής καταγραφής από την αστυνομία, εντός και εκτός αθλητικών εγκαταστάσεων κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της αθλητικής εκδήλωσης.
Την ίδια στιγμή, παγκοσμίως, ακόμη και σε περισσότερο δημοκρατικές χώρες, όπου γίνεται εκτεταμμένη χρήση της τεχνολογίας αυτής, έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται κινήματα που ζητούν την απαγόρευσή της.11 Παράλληλα, αναπτύσσονται καθημερινά νέες εφαρμογές, όπως μάσκες12, ή ενδύματα με πολύπλοκα μοτίβα, που στόχο έχουν να ξεγελάσουν τους αλγόριθμους13.
Κίνδυνοι της γενικευμένης βιντεοεπιτήρησης με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου
Οι προβληματισμοί που ανακύπτουν από τα όσα προεκτέθηκαν, συνίστανται -πέραν των άλλων και- στον κίνδυνο η βιντεοεπιτήρηση να θεωρείται σταδιακά από το μέσο άνθρωπο ως κάτι το αναμενόμενο και φυσιολογικό. Ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμη μεγαλύτερος σε κοινωνίες, στις οποίες το κράτος παρακολούθησης είναι ορατό σε κάθε δημόσιο χώρο. Τα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν σε τέτοιο περιβάλλον, κατ’ απόλυτα φυσιολογική εξέλιξη, θα προβάλλουν προοδευτικά ολοένα και μικρότερη έως μηδαμινή αντίσταση στη συνεχή παρακολούθησή τους και τη γενικότερη εκχώρηση των προσωπικών τους δεδομένων. Όμως, η αλλαγή της δημόσιας συμπεριφοράς του υπό παρακολούθηση ανθρώπου, ώστε να μην απόσχει από τα «κανονικά» πρότυπα, οδηγεί σταδιακά σε αλλοτρίωση της ελεύθερης έκφρασης και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Η δε δυνατότητα της μοναδικής ταυτοποίησης μέσω τεχνολογιών αναγνώρισης προσώπου και της παρακολούθησης του καθενός μας επώνυμα και σε κάθε κίνησή του είναι πλέον εφικτή. Οι κατακτήσεις των τελευταίων 70 ετών μετά τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τίθενται υπό αμφισβήτηση, με άγημα την ανάγκη της καταπολέμησης κάθε είδους επονομαζόμενου κινδύνου, από το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, έως και την απλή προστασία της ατομικής περιουσίας.
Το Ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, με πρώτο τον GDPR απαγορεύει καταρχήν την επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων. Μάλιστα, τα δεδομένα αυτά έχουν πλέον καταταχθεί μεταξύ των ειδικών κατηγοριών, δηλαδή των πιο «ευαίσθητων» δεδομένων, που απολαμβάνουν μεγαλύτερης προστασίας από τα απλά. Μόνο εάν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 9 παρ. 2 του GDPR, είναι δυνατή η επεξεργασία τους.
Πλην όμως, η μείωση του κόστους της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου και η εξ αυτής γενίκευση της χρήσης της14, καθιστά καθημερινά ολοένα και πιο επιτακτική την ανάγκη για εξειδικευμένη νομοθεσία. Συναφώς, ο ενωσιακός νομοθέτης ορίζει ότι «η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να προορίζεται να εξυπηρετεί τον άνθρωπο»15, κατευθυντήρια γραμμή που επιτάσσει την προσεκτική προηγούμενη αξιολόγηση κάθε νέας τεχνολογίας, πριν την εφαρμογή της και ιδίως όταν αυτή πρόκειται να είναι γενικευμένη. Η αξιολόγηση θα πρέπει να εξετάζει κατά πρώτον την απόλυτη αναγκαιότητα της χρήσης, την καταλληλότητα της, καθώς και τις επιπτώσεις της στα δικαιώματα των πολιτών16. Εξίσου, θα πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά τα τεχνικά της χαρακτηριστικά και η ασφάλεια της, σύμφωνα με τα επιστημονικά τεχνολογικά πρότυπα, προκειμένου να αποφευχθούν υπολογιστικά σφάλματα των αλγορίθμων και εισχώρηση εγγενών διακρίσεων και προκαταλήψεων στην εκτέλεσή τους. Επίσης, απαραίτητη είναι η προηγούμενη γνώμη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων, όπως ρητά προβλέπεται από τον GDPR (άρθ. 57 παρ. 1γ΄ ΓΚΠΔ), αλλά και την Οδηγία 2016/680 (αρθ. 46 παρ. 1 γ’ και 13 παρ. 1γ’ Ν.4624/2019) για κάθε μέτρο που εισάγει περιορισμό στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, αλλά και η μελέτη εκτίμησης αντικτύπου στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών (άρθ.35 GDPR και άρθ. 27 Οδηγίας ΕΕ 2016/680, άρθ. 65 Ν. 4624/19).
Η ΕΕ μελετά την απαγόρευση της αναγνώρισης προσώπου στους δημόσιους χώρους.
Ώρες πριν την συγγραφή του άρθρου αυτού, έγινε γνωστό ότι μετά τις γενικευμένες αντιδράσεις, η ΕΕ μελετά το ενδεχόμενο απαγόρευσης της χρήσης της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου σε δημόσιους χώρους, έως την νομοθετική της ρύθμιση, σύμφωνα με σχέδιο white paper που διέρρευσε στον Τύπο17. Στόχος είναι η ανάπτυξη μιας ισχυρής μεθοδολογίας για την αξιολόγηση των επιπτώσεων αυτής της τεχνολογίας και των πιθανών μέτρων διαχείρισης των κινδύνων της, πριν τεθεί σε ευρεία εφαρμογή. Η εξέλιξη αυτή, μετά την παραπάνω ανάλυση, είναι αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση.
Η Ευρώπη, πρωτοπόρος στην κατοχύρωση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και στην προστασία προσωπικών δεδομένων, οφείλει να τιμά τον τίτλο της, θέτοντας τον πήχυ της προστασίας ψηλά και εμποδίζοντας γι’ άλλη μια φορά την παγκοσμιοποιημένη ανεξέλεγκτη καταπάτηση τους.
Πηγή άρθρου: Lawspot